ΤΡΟΠΑΙΑ : Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ
Είναι αλήθεια ότι, ίσως ζούμε στην ομορφότερη χώρα του κόσμου (παρά τα όσα κάνουμε ή δεν κάνουμε για να μην την προστατεύσουμε)· κι αυτό το διαβεβαιώνουν, όλοι όσοι έχουν ταξιδεύσει σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. Στη χώρα μας υπάρχουν χιλιάδες ομορφιές και κάθε ένας από τους τόπους της έχει τις δικές του, έτσι που δεν πρέπει να παραξενευόμαστε, όταν όλοι ή σχεδόν όλοι οι Έλληνες, καυχώνται και υπερηφανεύονται για τον τόπο καταγωγής τους. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, πέρα από το φυσικό κάλλος, κάθε τόπος στην Ελλάδα, διαθέτει μια πλούσια Ιστορία, Μυθολογία και Θρύλους, που πουθενά αλλού δε συναντάμε.
Δε γνωρίζω αν ο δικός μου τόπος περιλαμβάνεται μεταξύ των πλουσιοτέρων σε μια τέτοια κληρονομιά· ξέρω όμως ότι χρειάζονται ώρες πολλές (αν όχι μέρες) για να διηγηθεί και να αναλύσει κανένας την ιστορία, τη μυθολογία και τους θρύλους του.
Κατάγομαι από ένα χωριό της ορεινής Αρκαδίας ― Τρόπαια τ’ όνομά του ― , σκαρφαλωμένο στις πλαγιές μιας από τις κορυφές των Γορτυνιακών ορέων, που αποτελούν φυσική προέκταση και που ανήκουν στον κύριο ορεινό όγκο του Μαινάλου· αμφιθεατρικά χτισμένο και σκαρφαλωμένο στα 760 μέτρα υψόμετρο, ατενίζει αγέρωχα τις άλλες βουνοκορφές του Μαινάλου, και νοιώθει την αύρα της γειτνίασης των διπλανών βουνών, τα ονόματα των οποίων φέρνουν στα χείλη μας λέξεις που οι πρόγονοί μας “έφτιαξαν” για να τα ονομάσουν, χιλιάδες χρόνια πριν, σε εποχές μάλιστα που χάνονται στην αχλή του μύθου. Μαίναλο, Αφροδίσιο, Ερύμανθος, Κυλλήνη, Φολλόη, Λύκαιο… Ονόματα, που από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι, άνθρωποι χιλιάδες χρόνια πριν από μας, ακριβώς τα ίδια χρησιμοποιούσαν, σαν γεγονός από μόνο του και μόνο, μας δημιουργεί τεράστια συγκίνηση· και η συγκίνηση αυτή γιγαντώνεται κάθε φορά που ανακαλούμε στη μνήμη μας τους μύθους, τους θρύλους και τις ιστορίες, που συνδέονται με τα βουνά αυτά. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα ποτάμια. Λάδωνας, Ερύμανθος, Λούσιος, Αλφειός… Απαράμιλλη ομορφιά και πλούσια ιστορία και μύθος· μύθος που εντυπωσιάζει και γοητεύει με τον τρόπο που οι αρχαίοι προγονοί μας προσπάθησαν να ερμηνεύσουν φαινόμενα, να δώσουν απαντήσεις σε φιλοσοφικά ερωτήματα ή απλά να περιγράψουν σκηνές της ζωής των θεών, των ημίθεων και των άλλων θεοτήτων τους, όπως αυτοί τους έπλασαν, για να ταιριάζουν στο θυμικό και τα δικά τους μέτρα.
Προέλευση του ονόματος.
Στα “Αρκαδικά” του περιηγητή Παυσανία (εδάφιο 8.25,1), περιγράφεται: “ ΕΣ ΔΕ ΘΕΛΠΟΥΣΑΝ ΙΟΝΤΙ ΕΚ ΨΩΦΙΔΟΣ ΠΡΩΤΑ ΜΕΝ ΧΩΡΙΟΝ ΤΡΟΠΑΙΑ ΕΣΤΙΝ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΝ ΕΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ ΛΑΔΩΝΟΣ…” Με το όνομα Τρόπαια, δίδεται το στίγμα μιας μάχης που έλαβε χώρα στο σημείο αυτό, μεταξύ Θελπουσίων και Ψωφιδίων, κατοίκων δύο όμορων πόλεων-κρατών του μέσου ποταμού Λάδωνα. Στη μάχη αυτή υπερίσχυσαν οι Ψωφίδιοι, οι οποίοι είχαν και την πρωτοβουλία της ενάρξεως των εχθροπραξιών, στο δε σημείο έστησαν τους “όρους”, στήλη δηλαδή με αρχαία γράμματα, που περιέγραφαν τους όρους της συνθήκης μεταξύ των εμπολέμων και καθόριζαν τα σύνορα μεταξύ των δύο πόλεων – κρατών, όπως αυτά προέκυψαν μετά τη συγκεκριμένη μάχη. Στην ίδια στήλη αναγράφεται επίσης ότι στο σημείο στήθηκε τρόπαιο, με τα λάφυρα των ηττηθέντων.
Μολονότι για τον ακριβή προσδιορισμό της θέσεως του αρχαίου χωρίου Τρόπαια, έχουν ασχοληθεί πολλοί ερευνητές, αρχαιολόγοι και αρχαιοδίφες, ο προσδιορισμός αυτός δεν έχει γίνει ακόμα εφικτός. Το βέβαιο πάντως είναι ότι, το αρχαίο “χωρίο” δε μπορεί να ταυτισθεί απόλυτα με τη θέση των σημερινών Τροπαίων. Υπάρχει μάλιστα μια αναφορά (της Γαλλικής Αποστολής του Μορέως) σύμφωνα με την οποία, είναι ενδεχόμενο ο Παυσανίας να έκανε λάθος και όταν έλεγε αριστερά του Λάδωνα, να εννοούσε δεξιά. Ο Άγγλος Leake εν τούτοις, το τοποθετεί πλησίον των εγκαταστάσεων του σημερινού χωριού.
Το όνομα Τρόπαια, εδόθη στο δεσπόζοντα του οροπεδίου της Άκοβας οικισμό, στις αρχές του περασμένου αιώνα, που μέχρι εκείνη την εποχή έφερε το όνομα Βερβίτσα.
Σε ότι αφορά την ετυμολογία της παλαιάς ονομασίας είναι αρκετοί εκείνοι που λένε, ότι είναι σλαβικής προέλευσης, ιδίως ξένοι που ασχολούνται με τα σλαβικά γλωσσικά ιδιώματα.
Άλλοι θεωρούν ότι στο όνομα αυτό υπόκειται βυζαντινό και αρχαιοελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Έτσι ο λόγιος Στέφανος Δραγούμης θεωρεί ότι προέρχεται από το Βυζαντινό όνομα Λέβισσα (Λεβίσσα – Λεβίτσα – Βερβίτσα), παρηκμασμένο χωριό ή θέση πλησίον των σημερινών Τροπαίων, μέσω της οποίας διέφυγε ο σεβαστοκράτωρ Κωνσταντίνος, αδελφός του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου (1258 – 1283), μετά την ήττα του στρατεύματός του, από τους Φράγκους του Μορέως, υπό τον Jean de Catavas (Ιωάννη Καταβά), που έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1263, παρά τη θέση Πρίνιτσα (από το Πρινόεσσα κατά τον Fick), εγγύς των εγκαταστάσεων του σημερινού χωριού.
Σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή, εκείνη του καθηγητή της προϊστορικής αρχαιολογίας Σπ. Μαρινάτου, το όνομα Βερβίτσα σχετίζεται με το εθνικό όνομα των Βερύκων, Θρακικού φύλου της Βιθυνίας, που μνημονεύεται από τον Απολλώνιο το Ρόδιο και τον Αθηναίο γραμματικό Απολλόδωρο.
Σύμφωνα τέλος με την εκδοχή του Τροπαιάτη φιλόλογου, ιστορικού, αρχαιολόγου και καθηγητή ιστορίας της τέχνης, της τεχνολογίας και της φιλοσοφίας της αγωγής Παν. Πυριοβολή, το όνομα Βερβίτσα εμπεριέχει καθαρά Βυζαντινή ετυμολογία, από το Βυζαντινό όνομα Βέρβις – Βέρβισσα – Βερβίτσα, που παραπέμπει στη Βυζαντινή νομολογία, όπως αυτή παραδίδεται από τον Ψελλό και η οποία ίσχυε για όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς του πριγκιπάτου του Μορέως (ενώ για τους Φράγκους ηγεμόνες και τους ομοεθνείς τους ίσχυε το δίκαιο της ηγεμονίας, δηλαδή η κούρτη).
Ιστορία - Μυθολογία.
Αναφερθήκαμε ήδη στην Αρκαδική πόλη – κράτος Θέλπουσα, τα όρια της οποίας συμπίπτουν περίπου με τα όρια του τέως Δήμου Τροπαίων. Η αρχαία ιστορία επομένως των Τροπαίων, συμπίπτει με εκείνη της Θέλπουσας, όχι μόνο λόγω της γειτνιάσεως (το χωριό απέχει από τα ερείπια της αρχαίας πόλεως 40 λεπτά της ώρας πεζή), αλλά και διότι ήδη από το τέλος της παλαιοχριστιανικής εποχής (7ος-8ος μ.Χ. αιώνας), οπότε και ολοκληρώνεται η παρακμή της, πολλοί από τους κατοίκους της αρχαίας πόλεως μετοίκησαν και συνετέλεσαν στην αύξηση του πληθυσμού των οικισμών του οροπεδίου της Άκοβας, ακολούθως όμως του μετέπειτα χτισθέντος μεσαιωνικού άστεως των Τροπαίων, που κατέστη και ο σημαντικότερος από αυτούς.
Οι πρώτοι κάτοικοι του τόπου, όπου αιώνες αργότερα ονομάσθηκαν Θελπούσιοι, ήσαν οι Αζάνες- Πελασγοί. Το όνομά τους πήραν από τον Αζάνα, το γιό του Αρκάδα και της Ερατούς. Ο Αζάνας πήρε ένα μέρος της Αρκαδίας, την Αζανία, τμήμα της οποίας ήταν η περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Θέλπουσα. Η παλαιότερη ονομασία της Θέλπουσας δεν είναι γνωστή. Φαίνεται όμως ότι σχετίζεται με το μύθο της Μετώπης, κόρης του Λάδωνα και της Ασωπού, που με τη σειρά της σχετίζεται με τον Ασωπό ποταμό της Βοιωτίας (Π. Πυριοβολής). Στη Θέλπουσα επίσης λαμβάνει χώρα, ο μύθος της κόρης Αζανίδος (ή της νύμφης Κορωνίδος), η οποία, απέκτησε από τον Απόλλωνα ένα γιό, τον Ασκληπιό, τον οποίο (μετά μια δραματική ιστορία), βρήκε βρέφος εκτεθειμένο, ο γιός του Αρκάδα Αυτόλαος, ο οποίος τον πήρε μαζί του για να τον αναθρέψει. Την ανατροφή ανέλαβε η Τρυγόνα, στον τύμβο της οποίας αναφέρεται ο Παυσανίας κατά την περιήγησή του στη περιοχή.
Ένας άλλος μύθος, σχετικός με τον Ασκληπιό και τον Απόλλωνα, ερμηνεύει το πώς το φίδι έγινε το σύμβολο του Ασκληπιού και της Ιατρικής γενικότερα. Σύμφωνα με αυτόν, μικρό παιδί ακόμα ο Ασκληπιός, βρέθηκε μια μέρα κοντά στη φύση, εκεί που η περιέργεια και η αγάπη του για το άγνωστο πολλές φορές τον οδηγούσαν. Έφθασε σ’ ένα τεράστιο βράχο, στους πρόποδες του οποίου σχηματιζόντουσαν μεγάλες σπηλιές. Σε μια από τις σπηλιές αυτές κατοικούσε μία αρκούδα, που κυνηγούσε στη γύρω περιοχή και ξάπλωνε μπροστά στη σπηλιά για να λιασθεί. Σε μια τέτοια στιγμή πλησίασε ο Ασκληπιός ανύποπτος και ανυπεράσπιστος. Τότε ο Απόλλωνας, για να σώσει το γιο του, έστειλε ένα φίδι για να δαγκώσει και να δηλητηριάσει την αρκούδα. Πράγματι το φίδι τη δάγκωσε στο πόδι, δεν τη σκότωσε όμως γιατί εκείνη έτρεξε αμέσως, βρήκε και μάσησε ένα αγριοβότανο, που ήταν το αντίδοτο στο δηλητήριο του φιδιού. Με το αγριοβότανο αυτό αργότερα ο Ασκληπιός, θεράπευε τους ανθρώπους από τα δαγκώματα των φιδιών, τα οποία πλησίαζε πλέον άφοβα, σε βαθμό που να του γίνουν τόσο οικεία, που έγιναν το σύμβολό του.
Ένας ακόμα μύθος που σχετίζεται με την περιοχή, είναι εκείνος του ίππου Αρείωνα ή Ερείονα και της νύμφης Δέσποινας, που γεννήθηκαν στη Θέλπουσα. Σύμφωνα με το μύθο, η θεά Δήμητρα, λυπημένη από την απώλεια της Περσεφόνης και προσπαθώντας να αποφύγει την ερωτική προσέγγιση του Ποσειδώνα, μεταμορφώθηκε σε φοράδα και κρύφτηκε ανάμεσα σε άλλα άλογα της Αρκαδίας, στην περιοχή της Θέλπουσας. Ο Ποσειδώνας αντιλαμβανόμενος τη μεταμόρφωσή της, μεταμορφώθηκε σε επιβήτορα και πέτυχε να ζευγαρώσει μαζί της. Η Δήμητρα εξοργίσθηκε από το συμβάν και γι’ αυτό πήρε έκτοτε και το προσωνύμιο Ερυνία. Από την ένωση αυτή των δύο θεών, γεννήθηκε ο ίππος Αρείων, που είχε κυανή ή χρυσή χαίτη, ένα πόδι ανθρώπου και μερικές φορές φωνή ανθρώπου και που ήταν ταχύτερος κι’ από τον άνεμο. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή ο Αρείων ανήκε στον Αρκάδα Όγκο, ο οποίος στη συνέχεια τον έδωσε στον Ηρακλή, όταν πολεμούσε κατά των Ηλείων και από τον οποίο τέλος τον πήρε ο Άδραστος, ένας από τους επτά που επιτέθηκαν εναντίον των Θηβών και ηττήθηκαν και τον οποίο ο Αρείονας μετέφερε ασφαλή στην Αθήνα. Εκτός από τον Αρείωνα, από την ίδια ένωση Ποσειδώνα-Δήμητρας γεννήθηκε και μία κόρη, πιθανώς η νύμφη Δέσποινα, που αποκαλυπτόταν στους μυημένους των Ελευσίνιων Μυστηρίων.
Γνωστοί επίσης είναι δύο ακόμη μύθοι της περιοχής. Σύμφωνα με τον πρώτο από αυτούς, ο θεός Πάνας εμπνεύσθηκε και έφτιαξε το πρώτο πνευστό όργανο, τη σύριγγα (σουραύλι), μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του, να κατακτήσει τη νύμφη Σύριγγα. Καθώς την καταδίωκε κι’ εκείνη προσπαθούσε να του ξεφύγει, βρέθηκε στις όχθες του ποταμού Λάδωνα, που ρέει στην περιοχή. Η Σύριγγα ικέτευσε το θεό-ποταμό να τη γλυτώσει κι’ εκείνος τη λυπήθηκε· τη στιγμή που ο Πάνας άπλωνε τα χέρια του να την πιάσει, βρέθηκε να κρατά ένα καλάμι, από εκείνα που φυτρώνουν στις όχθες του ποταμού. Απογοητευμένος ο Πάνας, καθόταν δίπλα στην όχθη, με το καλάμι στα χέρια, μέχρι που πρόσεξε τον ήχο του αέρα που περνούσε μέσα από αυτό. Τότε έκοψε και άλλα καλάμια (επτά τον αριθμό), σε διαφορετικό μέγεθος, τα οποία ένωσε μεταξύ τους κλιμακωτά με κερί και έτσι έφτιαξε τη σύριγγα, την οποία από τότε πάντα κρατούσε στο χέρι του ( ο αυλός του Πανός). Ο άλλος μύθος αφορά τη νύμφη Δάφνη, που ήταν κόρη του Λάδωνα (κατ’ άλλους του Πηνειού) και της Γαίας. Ήταν κυνηγός και είχε αφιερωθεί στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη. Όπως η θεά, έτσι και αυτή, δεν ήθελε να παντρευτεί· ήταν όμως ο πρώτος έρωτας του θεού Απόλλωνα, που άρχισε να την πολιορκεί και να την κυνηγάει ακατάπαυστα. Τότε η Δάφνη, εξαντλημένη από το κυνηγητό, παρακάλεσε το Λάδωνα (κατ’ άλλους τη μητέρα της Γαία) να τη βοηθήσει κι’ εκείνος τη μετέτρεψε σε δένδρο, τη στιγμή που ο Απόλλωνας προσπάθησε να την αγκαλιάσει. Τότε ο Απόλλωνας για να παρηγορηθεί, έκοψε ένα κλαδί από το δένδρο, το έφτιαξε στεφάνι και το πέρασε στο κεφάλι του. Από τότε η δάφνη έγινε το ιερό δένδρο του Απόλλωνα κι’ από τότε δαφνοστεφανώνονται όσοι διακρίνονται σε διάφορους τομείς.
Οι μύθοι βέβαια που αναφέρονται στην περιοχή των Τροπαίων που σχετίζονται όμως με την ευρύτερη μυθολογία και της Αρκαδίας είναι πολλοί· δε θα περιγραφούν όμως άλλοι, διότι τυχόν αναφορά τους θα ξέφευγε από τη σκοπιμότητα της καταγραφής ενός μικρού χρονικού ενός τόπου, όπως το παρόν.
Το όνομα Θέλπουσα πήρε η περιοχή κατά τον 14ο π. Χ. αιώνα, όταν μεταξύ του α΄ και β΄ θηβαϊκού πολέμου, Θηβαίοι είχαν ανακαλύψει στις όχθες του ποταμού Λάδωνα όμαιμα και εν πολλοίς ομόγλωσσα φύλα. Την παράδοση της φυλετικής συγγένειας μεταξύ Αρκάδων και Θηβαίων, συντήρησε ο ιστορημένος μύθος, όπως τον αναφέρει ο λυρικός ποιητής Πίνδαρος ιδίως στον 6ο Ολυμπιόνικο. Την παράδοση αυτή συντήρησαν στη συνέχεια ο επικός ποιητής Αντίμαχος ο Κολοφώνιος, αλλά και ο Παυσανίας. Εξάλλου το όνομα Λάδων, σχετίζεται με τον ποταμό Λάδωνα της Βοιωτίας, που έρρεε έξω από τη Θήβα. Φαίνεται τέλος ότι και το όνομα Θέλπουσα προέρχεται από το Τελφούσιο όρος και την Τελφούσια κρήνη των Θηβών της Βοιωτίας. Η σχέση επομένως Θηβών – Θέλπουσας, έχει επαρκώς τεκμηριωθεί και κατά τους περισσότερους, οι Θηβαίοι ήσαν εκείνοι που εγκαταστάθηκαν στη Θέλπουσα, αν και κατά τον v. Wilamowitz – Moellendorff , στο βιβλίο του Der Glaube der Hellenen, η μετακίνηση του πληθυσμού ήταν εντελώς αντίθετη (από την περιοχή της Θέλπουσας δηλαδή, προς τη Θήβα).
Η ιστορία της Θέλπουσας, μολονότι δεν έχουν γίνει συστηματικές ανασκαφές στο χώρο, είναι εντούτοις εμφανής λόγω των γραπτών πηγών και των “κειμένων” και κινητών αρχαιολογικών ευρημάτων της κλασσικής και ελληνιστικής εποχής, της Ρωμαϊκής περιόδου και της ύστερης αρχαιότητας, όπως ακόμη και της πρωτοβυζαντινής περιόδου (6ος, 7ος και 8ος αιώνας). Τα νομίσματα, που αλλεπάλληλες φορές έκοψε η πόλις και οι διπλωματικές σχέσεις που ανέπτυξε όχι μόνο με τις άλλες πόλεις – κράτη της Αρκαδίας, αλλά και άλλες πόλεις του Ελλαδικού και Μικρασιατικού χώρου, αποδεικνύουν πράγματι τη Θέλπουσα επίσημη πόλη – κράτος. Κατά την ύστερη αρχαιότητα και μάλιστα επί αυτοκρατορίας Σεπτημίου Σεβήρου (192-211 μ.Χ.) η πόλη απέκτησε μοναδικό προνόμιο αυτονομίας. Κάπου μεταξύ του τέλους του 3ου και 4ου μ. Χ. αιώνα, στη Θέλπουσα αναδείχθηκε χριστιανική επισκοπή, πράγμα που σημαίνει ότι, στην πόλη υπήρχε ανθηρό χριστιανικό στοιχείο.
Με το μεσαιωνικό τους όνομα τα Τρόπαια (δηλαδή Βερβίτσα) αναφέρονται από τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ήταν ο Μιχαήλ Η΄ ο Παλαιολόγος. Την εποχή εκείνη, στη θέση του σημερινού καθεδρικού ναού του Αγίου Γεωργίου, υπήρχε παλαιότερος φερώνυμος ναός, όπως αυτό καταφαίνεται από το Χρονικό του Μορέως, και ειδικότερα από την περιγραφή της μάχης της Πρίνιτσας, που έχει ήδη αναφερθεί. Στην απογραφή των Ενετών, στο τέλος του 17ου αιώνα, η εκκλησία περιγράφεται σαν “χαλασμένη”. Από πωλητήριο της Δημογεροντίας Βερβίτσης του έτους 1833, για πώληση χωραφιών που ανήκαν στην εκκλησία και προς συγκέντρωση χρημάτων για την οικοδόμησή της, αποδεικνύεται ότι μέχρις τελικής αποπεράτωσής της απαιτήθηκαν, για να λάβει τη μορφή που έχει σήμερα, 60 χρόνια.
Κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας, οι Φράγκοι κατακτητές, που ίδρυσαν το πριγκιπάτο της Αχαΐας (1205-1430), ενέταξαν σ’ αυτό και το οροπέδιο της Άκοβας και με ορμητήριο το ομώνυμο κάστρο, προέβαιναν σε επιδρομές κατά του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής. Λόγω μάλιστα της στρατηγικής σημασίας της θέσεως, αλλά και της ισχύος των διωκτών, το ορμητήριο αυτό κατέστη τρομερό. Ιδρυτής του υπήρξε ο Γκωτιέ Δεροζιέρ, ο οποίος πέθανε άτεκνος το 1263, έτος κατά το οποίο έλαβε χώρα η προαναφερθείσα μάχη της Πρίνιτσας. Λόγω της ατεκνίας του Δεροζιέρ, τη βαρονία κληρονόμησε, η ανεψιά του από αδελφή και χήρα του ιππότη Δεκόρ Μαργαρίτα του Πασσαβά, που εκείνη την εποχή, βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη σαν όμηρος, σε αντικατάσταση του πρίγκιπα Γουλιέλμου Βιλλαρδουΐνου. Ο Βιλλαρδουΐνος συμμετείχε μαζί με άλλους Φράγκους ηγεμόνες, στο στρατό του Μιχαήλ της Ηπείρου, που έδωσε μάχη στην Πελαγονία (κοντά στην Καστοριά), το 1259, εναντίον του στρατού της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Στη μάχη αυτή νίκησε ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, ο οποίος αιχμαλώτισε τους Φράγκους ηγεμόνες, τους οποίους κράτησε σαν ομήρους (σημειώνεται παρεμπιπτόντως εδώ ότι, με τη νίκη αυτή ολοκληρώθηκε η επικράτηση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, δεδομένου ότι σαν φυσική συνέπεια είχε την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, από τον Παλαιολόγο). Η μακρά απουσία της Μαργαρίτας όμως από τα πράγματα της βαρονίας (λόγω της ομηρίας), ήταν νομικό κώλυμα για την κληρονομιά αυτή και έτσι η κούρτη του Μορέως, κατά τη δίκη της Γλαρέντζας του 1276, αποφάσισε να παραχωρηθεί στον πρίγκιπα Γουλιέλμο Βιλλαρδουΐνο. Ο πρίγκιπας όμως, από γενναιοδωρία, της παραχώρησε το ένα τρίτο της βαρονίας, ενώ τα άλλα δύο τρίτα τα έδωσε ως “γονικό” στη δευτερότοκη κόρη του Μαργαρίτα.
Στην περιοχή, διασώζεται οκτώ αιώνες μετά, ο θρύλος της Μαργαρίτας (είναι άγνωστο σε ποια από τις δύο Μαργαρίτες αναφέρεται, του Πασσαβά δηλαδή ή τη Βιλλαρδουΐνου), την οποία η τοπική παράδοση έχει βαφτίσει Κυρά της Άκοβας. Η λαϊκή φαντασία τη μεταμόρφωσε σε αμαζόνα που υπερασπιζόταν με ανδρεία το κάστρο της και “μονοβύζα” διότι τάχα είχε ένα μαστό. Λέγεται μάλιστα ότι στην ανατολική/βορειοανατολική είσοδο των Τροπαίων (ρέμα του Μαλαμόγιαννη), σώζονται τα χνάρια του αλόγου της μονοβύζας, που με τις οπλές του αποτύπωσε πάνω στις πλάκες της στράτας. Περισσότερο γνωστή όμως είναι μία άλλη παράδοση, που έχει καταγράψει και ο Ν. Πολίτης στις “Παραδόσεις” του. Σ’ αυτή, αφού περιγράφει τη Μαργαρίτα όπως την προαναφέραμε, συνεχίζει: “Το κάστρο της το πάτησαν μια φορά εχτροί· αλλά τη μονοβύζα δε μπόρεσαν να την πιάσουν, γιατί έφυγε νύχτα από μια μυστική πόρτα· απ’ αυτή χώθηκε εις ένα υπόγειο δρόμο και όταν έφθασε στην άκρη έσπρωξε την πλάκα που ήταν βουλωμένο το άνοιγμα του δρόμου και εβγήκε στον κάμπο. Η πλάκα εκείνη ευρίσκεται ακόμα εκεί στον κάμπο· είναι μεγάλη, δύο τετραγωνικά μέτρα και φαίνεται επάνω της τα πατήματα της βασιλοπούλας και των μπροστινών ποδιών του μουλαριού, που καβάλληκεν, όταν εβγήκε στον κάμπο· φαίνουνται ακόμη και τα σημάδια του βυζιού της βασιλοπούλας, γιατί από το μάκρος του ακούμπησε κι αυτό στην πλάκα”.
Από τις αρχές του 14ου αιώνα η Άκοβα, όπως και άλλα μέρη της Αρκαδίας, ανακτήθηκε από τους Καντακουζινούς και τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο και αποτέλεσε τμήμα του Μυστρά (1386 – 1393). Ήδη όμως από το 1391 ο Μυστράς και κατ’ επέκταση η Άκοβα, καταλήφθηκε από τους Ναβαραίους (ισχυρή, στρατιωτική εταιρεία Ισπανών μισθοφόρων, που μισθώνοντο από διάφορους ηγεμόνες), ενώ υπέστη και την επιδρομή του Εβρενός μπέη. Αργότερα, το 1423, ο Τουραχάν μπέης διερχόμενος από την Άκοβα, κατέστρεψε σχεδόν τα πάντα. Στη συνέχεια, το έτος 1452, οι γιοί του Τουραχάν, Αχμέτ και Ομάρ, προέβησαν σε νέες καταστροφές στην Άκοβα, ενώ τη σφραγίδα της πλήρους καταστροφής έβαλε ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής, όπως έχει καταγράψει στο χρονικό του (1457), ο ιστορικός της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως Γεώργιος Φραντζής (1401-1477).
Την Οθωμανική κυριαρχία της περιόδου που ακολούθησε την καταστροφή της Άκοβας από το Μωάμεθ Β̕, διεδέχθη η Β̕ Ενετοκρατία, στα τέλη δηλαδή του17ου αιώνα, οπότε και έλαβε χώρα η απογραφή Grimani. Σύμφωνα με την απογραφή αυτή, στον οικισμό της Βερβίτσας (Τροπαίων), απογράφηκαν 28 οικογένειες για το έτος 1699 και 25 για το1700 (κατ’ εκτίμηση δηλαδή 125-150 κάτοικοι). Ο λιγοστός αυτός πληθυσμός, είναι ενδεικτικός του μεγέθους της καταστροφής που προηγήθηκε, αν και στην πραγματικότητα, πρέπει να ήταν αρκετά μεγαλύτερος αφού, οι σε δουλεία τελούντες κάτοικοι, αφενός μεν αδιαφορούσαν για τις αποφάσεις της κατοχικής διοίκησης, αφετέρου δε, έβλεπαν με καχυποψία τις ενέργειες των κατακτητών, σε σχέση με τις αληθινές τους προθέσεις και δεν έσπευσαν ως εκ τούτου να απογραφούν, έτσι που να θεωρείται ότι, η απογραφή αυτή δεν καταδεικνύει τον πραγματικό αριθμό των κατοίκων του χωριού.
Αρχαιολογική συλλογή των Τροπαίων.
Η συλλογή αυτή δημιουργήθηκε κατά τα έτη 1933-1936, από τον έφορο αρχαιοτήτων Ολυμπίας Μ. Μιτσό, ο οποίος στην προσπάθειά του να διασώσει, διάσπαρτες στην περιοχή αρχαιότητες, μετέφερε και κατέθεσε στο παλαιό Γυμνάσιο Τροπαίων (το κτήριο όπου σήμερα στεγάζεται το Πνευματικό Κέντρο Τροπαίων), ευρήματα τα οποία ο ίδιος περισυνέλεξε, στα ερείπια της αρχαίας Θέλπουσας και τα γύρω χωριά. Τα αντικείμενα αυτά παρέλαβε το 1956 ο τότε έφορος αρχαιοτήτων Ν. Γιαλούρης, ο οποίος τα μετέφερε για ασφαλέστερη φύλαξη, στο παλαιό Μουσείο Ολυμπίας. Η συλλογή περιλαμβάνει την επιγραφή του Αρμινίδα, που απετοιχίσθη από οικία των Τροπαίων, και η οποία είχε αποκολληθεί από επιτάφιο μνημείο ή ναό της Θέλπουσας, του 5ου π. Χ. αιώνα. Στα άλλα ευρήματα της συλλογής περιλαμβάνονται πλάκα από μάρμαρο με επιγραφή αφιερωμένη στον Ούλπιο Τραϊανό (98-114 μ.Χ.) και επιτύμβιες στήλες και πλάκες από εγχώριο λίθο διαφόρων χρωμάτων (λευκού, φαιού, κυανού, ερυθρού) και με επιγραφές χαιρετισμού.
Συμβολή των Τροπαιατών στον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας.
Η ανατολή του 19ου αιώνα, βρίσκει τα Τρόπαια, όπως και τα άλλα χωριά της Άκοβας, στο πλευρό των Δεληγιανναίων. Όπως φαίνεται από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και μελετημάτων δοκίμων ερευνητών, στο στρατιωτικό σώμα των Δεληγιανναίων κατά την έναρξη του αγώνος, συμμετέχουν Τροπαιάτες αξιωματικοί επτά και υπαξιωματικοί και στρατιώτες είκοσι πέντε. Πέραν αυτών, το έτος 1824, στο στρατόπεδο των Πατρών, βρέθηκαν να υπηρετούν άλλοι σαράντα Τροπαιάτες αγωνιστές, ενώ το έτος 1828 τρεις ακόμη, ανευρίσκονται να υπηρετούν στην εκατονταρχία του Πλαπούτα. Πιο γνωστός απ’ όλους είναι ο οπλαρχηγός Αναγνώστης Παπαδόπουλος, καπετάνιος με δικό του “μπουλούκι”, ο οποίος μυήθηκε ενωρίς στη Φιλική Εταιρεία, ήταν φίλος με τον Κανέλλο Δεληγιάννη, πήρε μέρος στις πολιορκίες Τριπόλεως και Πατρών και συμμετείχε στον αγώνα της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου και κατά τις δύο πολιορκίες της.
Ο αριθμός των Τροπαιατών αγωνιστών του 1821, αυτονόητο βεβαίως είναι ότι, δεν εξαντλείται μόνο σ’ όσους αναφέρονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Είναι προφανές ότι η γραφειοκρατικές συνθήκες της εποχής δεν ήσαν και οι ιδεωδέστερες για την ακριβή καταχώρηση όλων εκείνων που ξεσηκώθηκαν για την ελευθερία της πατρίδας.
Η μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό εξέλιξη.
Μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, η τότε Βερβίτσα, εισήλθε σιγά – σιγά σε περίοδο σχετικής ακμής. Ήδη από το 1835, με Βασιλικό Διάταγμα, γίνεται για πρώτη φορά σύσταση δήμου με έδρα τη Βερβίτσα, που μετονομάσθηκε σε Θέλπουσα και που τότε είχε 776 κατοίκους. Έκτοτε και μέχρι των ημερών μας, τα Τρόπαια παρέμεναν έδρα Δήμου ( με διαλείμματα βεβαίως που διοικητικοί νόμοι κάθε φορά προέβλεπαν), μέχρι και της ισχύος του Καποδιστριακού νόμου οπότε, μετά την έναρξη ισχύος του αντιστοίχου Καλλικρατικού, συμπεριελήφθησαν στον ευρύτερο Δήμο Γορτυνίας, με έδρα τη Δημητσάνα.
Πληθυσμιακά τα Τρόπαια, αυξάνοντο προοδευτικά μέχρι το 1951, οπότε και ο αριθμός των κατοίκων έφθασε τους 2135. Έκτοτε άρχισε μια προοδευτική μείωση, έτσι που σήμερα (μέσα σε 60 χρόνια) ο αριθμός αυτός , έχει σχεδόν υποτετραπλασιασθεί. Το “σχετικό” της ακμής της κωμοπόλεως, που αναφέρθηκε, οφείλετο στο ότι τα υφιστάμενα αγαθά του τόπου, υπήρχαν σε επάρκεια μεν, όχι όμως σε αφθονία. Αυτός ήταν και ο λόγος της πληθυσμιακής “αιμορραγίας”, αφού οι νέοι αφενός εστράφηκαν στο εμπόριο και την αποδημία, αφετέρου επέδειξαν έφεση προς τα γράμματα, μολονότι μπορεί να πει κάποιος ότι σε τούτο συνέβαλλε το ότι στο χωριό υπήρχαν, όλων των τύπων τα εκπαιδευτήρια στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης. Υπολογίζεται ότι οι μακράν της γενέτειρας και ανά την Ελλάδα και ολόκληρο τον κόσμο διασπαρμένοι Τροπαιάτες πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς, ανέρχονται σε 12700 (Π. Πυριοβολής). Σ’ όλους αυτούς ανήκουν Πανεπιστημιακοί Δάσκαλοι και εκπαιδευτικοί γενικότερα, Επιστήμονες που καλύπτουν όλη τη σφαίρα του επιστητού, γιατροί, νομικοί, οικονομολόγοι, στρατιωτικοί, τεχνοκράτες, βουλευτές και πολιτικοί γενικότερα, έμποροι και επιχειρηματίες.
Σήμερα τα Τρόπαια, παρά την πληθυσμιακή αφαίμαξη, είναι το μεγαλύτερο χωριό της Γορτυνίας και εξακολουθούν να παραμένουν το διοικητικό, εκπαιδευτικό, οικονομικό, υγειονομικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής.
Περιήγηση.
Η επίσκεψη σήμερα στα Τρόπαια και τη γύρω περιοχή, έχει ενδιαφέρον από αρχαιολογικής, λαογραφικής, λαϊκής αρχιτεκτονικής ή φυσιολατρικής πλευράς.
Εισερχόμενοι στο άστυ από τη νότια είσοδο, που είναι και η κύρια, συναντούμε το πέτρινο κτήριο του Δημοτικού Σχολείου, από τα λίγα καλοδιατηρημένα και αξιοποιημένα κτίσματα, του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού. Αμέσως μπροστά ευρίσκεται το Αλσύλιο της κωμοπόλεως, μέσα στο οποίο στεγάζεται αναψυκτήριο. Αριστερά και προς Δυτική κατεύθυνση, σε γειτνιάζουσα θέση, ευρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής, ενώ σε απόσταση περιπάτου πέντε λεπτών Δυτικότερα, ευρίσκεται ο λόφος του Αϊ-Λιά, όπου συναντούμε τον ομώνυμο ναΐσκο του Προφήτη Ηλία, σε τύπο απλής βασιλικής, και το σχετικά νεόδμητο κτήριο του Γυμνασίου και Λυκείου.
Γυρίζοντας προς το Αλσύλιο και οδεύοντας προς την αγορά, συναντάμε το μεγαλόπρεπο κτήριο του Κέντρου Υγείας Τροπαίων, που κατασκευάσθηκε από την Ιταλική Εταιρεία Edison Milan, η οποία είχε αναλάβει την κατασκευή του υδροηλεκτρικού έργου του Λάδωνα. Το κέντρο της μεσαιωνικής αγοράς του χωριού κατέχει ο πετρόχτιστος περιώνυμος ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος λειτουργεί ως ο καθεδρικός ναός. Μολονότι είναι έργο λαϊκής αρχιτεκτονικής, απομιμείται τα κτίσματα της παλαιοχριστιανικής εποχής της Κωνσταντινουπόλεως· είναι ρυθμού βασιλικής τετρακιονίου, με αποπεπλατυσμένο τρούλο, που είναι θαυμαστό το πόσο ανάλαφρα κάθεται πάνω στο όλο κτίσμα.
Στο βορειότερο και υψηλότερο σχεδόν σημείο του χωριού, ευρίσκεται ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, σε ρυθμό βασιλικής, που αποτελεί και ναό της δεύτερης ενορίας του. Είναι η Παναγία του Δάσους, σέμνωμα αλλά και καταφυγή των ξενιτεμένων Τροπαιατών, που κάθε Δεκαπενταύγουστο τουλάχιστο, προσέρχονται για προσκύνημα αλλά και αντάμωμα συνάμα. Από τα εγγύς των Τροπαίων αξιοθέατα, μπορεί να επισκεφθεί κανείς την θέση της αρχαίας πόλεως της Θέλπουσας, το κάστρο της Άκοβας, το φράγμα, την τεχνητή λίμνη και το υδροϋλεκτρικό εργοστάσιο του Λάδωνα, λεπτομέρειες για τα οποία έχουν γραφεί σε τουριστικούς ή ταξιδιωτικούς οδηγούς και δε θα είχε ενδεχομένως σημασία να καταχωρηθούν εδώ. Το ρητορικό ερώτημα όμως που εδώ θα μπορούσε να τεθεί είναι, το κατά πόσο θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ή ακόμη περισσότερο να γοητευθεί ο επισκέπτης του χωριού, από την επίσκεψή του σ’ αυτό. Το πιο πιθανό είναι, μετά κάποιο καιρό, να μη θυμάται τίποτα ή σχεδόν τίποτα (συμβαίνει σε όλους μας άλλωστε). Αν όμως καθίσει κάτω από τα δασύφυλλα δένδρα του Αλσυλλίου της Νότιας εισόδου, απολαμβάνοντας το αναψυκτικό του, έχοντας μπροστά του το μεγαλύτερο μέρος του χωριού, σαν σε ζωγραφικό πίνακα, τίποτα δε θα ξεχάσει, αν “ιδεί” τον Ασκληπιό παιδίο διερχόμενο με το φιδοβότανο στο χέρι, τη Σύριγγα ασθμαίνουσα και ξοπίσω της τον Πάνα, τη Δάφνη εξουθενωμένη, καταδιωκόμενη από τον Απόλλωνα, τη Δήμητρα Ελευσίνια περίλυπη, αναζητώντας την Περσεφόνη ή τη Δήμητρα Ερινύα, εξοργισμένη με τον Ποσειδώνα· αν “ιδεί” τους Θελπουσίους μαχόμενους, την κυρά της Άκοβας αμαζόνα πολεμίστρια, αν ‘’ακούσει’’ τα καριοφίλια των αγωνιστών του 1821 να αντηχούν στις γύρω βουνοκορφές κι αν ‘’συναντήσει’’ τους ξενιτεμένους Τροπαιάτες, ευλαβείς προσκυνητές στην Παναγία του Δάσους, το Δεκαπενταύγουστο…
Δρ. Μιχ. Μπουρούνης
Χειρουργός – Ουρολόγος