Κλεισθένους 7, Αθήνα  Κωνσταντίνος Συριόπουλος 6974090359, Αθανάσιος Κατσικερός 6934613798  MAIL2 BLACK  syllogostropaiaton@gmail.com    

logo

 

Χάσου Βέλιο … !!!

Ο Πιτσιπούργος (Θ. Συριόπουλος) εκείνη την εποχή είχε καφενείο κάτω από του Πεγή, εκεί που είναι σήμερα η Εθνική Τράπεζα. Όταν ήταν κρυφοερωτευμένος με τη Μαρία του Παπανικολάου, για να πάει στο σπίτι της, που ήτανε στον κάτω μαχαλά δίπλα στου Καλατζόγιαννη, πέρναγε υποχρεωτικά από το καλντερίμι του Γεωργίου.

Ο γερο-Γιάννης ο Γεωργίου είχε στην αυλή του ένα σκυλί που το φώναζε Βέλιο. Κάθε φορά που κατηφόριζε κρυφά βράδυ ο Πιτσιπούργος για τη Μαρία, του ’πεφτε πάνω ο Βέλιος και χάλαγε τον κόσμο με το γαύγισμα. Μια φορά, δυο φορές ακούνε οι γείτονες το σκυλί, ανοίγουνε τα παραθυρόφυλλα και βλέπουνε τον Πιτσιπούργο να κατηφορίζει με προφύλαξη για τη Μαρία! Κάθε τόσο λοιπόν που γαύγιζε βράδυ ο Βέλιος, ξέρανε ότι περνάει ο Πιτσιπούργος. Εν ολίγοις ο Πιτσιπούργος γίνεται «Βούκινο» στο χωριό !!!

Από κει και μετά οι άντρες κάθε μέρα στο καφενείο του ήτανε με υπονοούμενα, πονηρά μειδιάματα, κλείσιμο του ματιού και διάφορα πειράγματα :

«Τι έχει ο Βέλιος και γαυγίζει τα βράδια ρε παιδιά»?,

«Πάλι βράχνιασε απόψε ο Βέλιος» !,

«Με ποιον τάχει ο Βέλιος κάθε βράδυ και δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε»?

Τ’ άκουγε αυτά ο Πιτσιπούργος, αλλά τι να πει και τι να κάνει?

Να μην πάει στη Μαρία? δεν το άντεχε η καρδιά του !

Να πάει στη Μαρία? δεν άντεχε τα γαυγίσματα του Βέλιου και την καζούρα στο καφενείο !

Πανέξυπνος όπως ήτανε (καλίγωνε ψύλλο στον αέρα), βρήκε λύση !

Όταν πέρναγε από το Βέλιο, του πέταγε ένα κομμάτι ψωμί με κανά σβόλι μουχλιασμένο τυρί κι έτσι ο Βέλιος ξεχνιότανε!!! Με την εξαγορά της σιωπής του Βέλιου πέρναγε ανενόχλητος και γλίτωνε τα πειράγματα στο καφενείο.

Ο Βέλιος όμως καλόμαθε στο φαγάκι και δεν περίμενε τα βράδια να περάσει ο Πιτσιπούργος. Κάθε πρωί πήγαινε και από το καφενείο του «φίλου» του για επιπλέον φαγητό! Δε ξεκόλλαγε από το Πιτσιπούργο με τίποτα !!!

Μετά από καιρό ο Πιτσιπούργος παντρεύεται τη Μαρία. Ο Βέλιος, κατά τη συνήθειά του, ξεκινάει για το καφενείο, να πάρει το πρωινό του. Τον βλέπει ο Πιτσιπούργος, παίρνει το σκουπόξυλο, του κοπανάει μία και του λέει το αμίμητο :

«Άντε χάσου Βέλιο, παντρεύτηκα» !!!

Πηγή : Περιοδικό ΤΡΟΠΑΙΑ, τεύχος 2 

 

Ο γάιδαρος στο πόκερ !!!

Ο Χρήστος Αλεξόπουλος, ο Τσονονικολής, συνήθιζε να τοποθετεί στο πέτο του σακακιού του ένα κλωνάρι μαντζουράνα, γι’ αυτό ήταν γνωστός και ως Μαντζουράνης. Ο Μαντζουράνης λοιπόν είχε στενή φιλία με τον αξέχαστο γιατρό Γάκη από το Βυζίκι, με τον οποίο έπαιζαν συχνά πόκερ «επί χρήμασι»!

Παραμονή πρωτοχρονιάς ο Μαντζουράνης περνούσε από την αγορά του χωριού με το γάϊδαρό του έξω από το καφενείο του Δημητρού Σύριου. Ο Γάκης, που καθότανε στο καφενείο, του λέει :

«Γεια σου Χρήστο, έλα να παίξουμε μια παρτίδα πόκερ για το καλό της μέρας!». 

Σταματάει ο Μαντζουράνης, δένει το γάϊδαρο, μπαίνει στο καφενείο και κάθονται. Ο Γάκης του προτείνει για στοίχημα να παίξουνε το γάϊδαρο. Ο Μαντζουράνης δέχεται, μοιράζουν χαρτί, αλλά για κακή του τύχη χάνει τρεις παρτίδες στο πόκερ.

Ο Γάκης, μέγας πλακατζής, παίρνει το γάϊδαρο του Μαντζουράνη, τον καβαλάει και αρχίζει καμαρωτός το γύρο του Αγιώργη, χαριτολογώντας πως τον κέρδισε στα χαρτιά! Μετά από κάμποσες βόλτες και αρκετή πλάκα, επέστρεψε το γάϊδαρο στο «καταϊδρωμένο» Μαντζουράνη.

Ένας Τροπαιάτης πάει και λέει το γεγονός αυτό στο Σταύρο Αλεξόπουλο, θείο του Μαντζουράνη στην Αθήνα. Ο θείος ακούγοντας τα τρομερά νέα, γίνεται θηρίο :

«Βρε τον ηλίθιο!, ακούς εκεί να παίξει στα χαρτιά το γάϊδαρό του!!! ... και δε μου λες? με το σαμάρι τον έπαιξε»?

«Ναι» του λέει ο άλλος, οπότε ο θείος έξω φρενών :

«Ε, τότε δεν είναι μόνο ηλίθιος, είναι και βλάκας ο ανηψιός μου»!!!

Πηγή : Μπάμπης Γ. Πεγής

Περιοδικό ΤΡΟΠΑΙΑ

 

Βερεσέ με το δεφτέρι

Ο Σπήλιος ο Ντέμος ψώνιζε από το μαγαζί του Θανάση του Τυχερού σχεδόν πάντα βερεσέ και τα γράφανε στο μπακαλοδέφτερο. Κάποτε λοιπόν καθίσανε να λογαριαστούνε. Ο Θανάσης μέσα από το πάγκο ξεφυλλίζει το τσαλακωμένο δεφτέρι του διαβάζοντας τα ψώνια ένα-ένα κι ο Σπήλιος απέξω ακούει τα χρέη του και σχολιάζει :

  • «Μια οκά αλάτι»! «Μάλιστα, εφτούνο βάλτο Θανάση, το θυμάμαι, είχε ζύμωμα η κυρά μου» συμφωνεί ο Σπήλιος.
  • «Μια οκά λάδι»! «Τι λες Θανάση? αμπότε η Σπήλιαινα έφτιασε χαλβά στο σπίτι και δε το θυμάμαι ’γω»?
  • «Ένα κουτί σπίρτα»! «Εφτούνο μάλιστα! δε στ’ αρνιέμαι, γιατί ’γω έχω καλό θυμητικό»!!!
  • «Μια σακίνα αλεύρι»! «Ούτε φτούνο Θανάση! Από πότε του λόγου σου έγινες αλευροπώλης? Στο χωριό αλευροπώλη το Σιατή ξέρουμε»!!!
  • «Μια πήχη αλατζιά»! «Βάλτο και φτούνο, μάλιστα, το ψώνισα για τη ποδιά της τσιούπας»!!!

Προχωρώντας ο Θανάσης στο δεφτέρι του, ο Σπήλιος άκουγε και παραδεχότανε τα πιο φτηνά που είχε ψωνίσει. Τα ακριβά δεν τα θυμότανε!!!

Μετά από πολλές αντιδικίες και πάρε-δώσε, ο Θανάσης ο Τυχερός διαβάζει κατακόκκινος από το θυμό του και το τελευταίο :

  • «Τρεις οκάδες πετρέλαιο»!

Τον κοιτάει καλά-καλά ο Σπήλιος ο Ντέμος και έξω φρενών του λέει :

  • «Ό,τι σου κατεβάσει γράφεις Θανάση! Αμπότε η Σπήλιαινα είχε φωτοχεσίες και ’γω δε το πήρα χαμπάρι»?

Πηγή : Κώστας Χρ. Βούτας

Περιοδικό ΤΡΟΠΑΙΑ, τεύχος 11 

 

Η Βασιλάκαινα στο δικαστήριο

Γύρω στα 1915-17 υπηρετούσε στα Τρόπαια ένας Ειρηνοδίκης ονόματι Θεοδωρόπουλος, που έμενε με ενοίκιο στο σπίτι της θειάς-Βασιλάκαινας γνωστής για τον αυθόρμητο τρόπο έκφρασης.

Κάποια μέρα λοιπόν ο Ειρηνοδίκης συνεννοείται με την παρέα του στο καφενείο, να της σκηνοθετήσουν μια δίκη για να διασκεδάσουν με τον τρόπο που θα αντιδρούσε. Βάζουν ένα παιδί να λύσει το γουρούνι από την αυλή της και να το βγάλει στο δρόμο. Ο χωροφύλακας έτοιμος στη γωνία, βλέπει το γουρούνι να περιφέρεται «ελεύθερο» και τραβάει αμέσως μήνυση στη θειά-Βασιλάκαινα. Με συνοπτικές διαδικασίες ορίζεται αμέσως η δίκη για την άλλη μέρα. Μαθαίνουν στο καφενείο ότι θα γίνει «πανηγύρι» με τη θειά-Βασιλάκαινα και ξεσηκώνονται όλοι για το δικαστήριο.

Ανεβαίνει ο Ειρηνοδίκης με τους βοηθούς του στην έδρα και οι δικηγόροι παίρνουν θέση. Η θειά-Βασιλάκαινα έχει δίπλα της για μάρτυρα υπεράσπισης τη συνυφάδα της τη Κώσταινα ή Κοζοκολίνα και αρχίζει η δίκη :

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ : Ορκίζεστε να πείτε την αλήθεια (και της δείχνει να βάλλει το χέρι στο ευαγγέλιο).

ΒΑΣΙΛΑΚΑΙΝΑ : Λαχτάρα μου η μαύρη, που θα βάλλω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο για το γουρούνι!!!

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ : Πόσων χρονών είστε?

ΒΑΣΙΛΑΚΑΙΝΑ : (… δε θέλει να πει την ηλικία της και) γυρίζοντας στη συνυφάδα της λέει: «Η Κώσταινα ξέρει!!! Πόσο νάμαι μωρ’ Κώσταινα»?

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ: Πώς λέγεστε?

ΒΑΣΙΛΑΚΑΙΝΑ : Ναι δε με ξες κιόλας!!! ρώτα με και πως με λένε τώρα!!! Λεπριάρα τσιε συγενιτσιάρα με λένε με το κακό που μ’ έβρε»!!!

Πηγή : Περιοδικό ΤΡΟΠΑΙΑ, τεύχος 2

 

Στο γάιδαρο καβάλα ...

Εκείνα τα χρόνια στο χωριό όταν μία γυναίκα ξέφευγε … ηθικά από τα καθιερωμένα, τη διαπόμπευαν, κοινώς την έβαζαν πάνω σε ένα γάιδαρο και τη γύριζαν στα σοκάκια του χωριού!!!

Η Π.... - Μ.... λοιπόν είχε πάει στην απάνω βρύση να πλύνει τα σκουτικά της. Καθώς κοπάναγε τα ρούχα με τον κόπανο πεταγόσαντε γύρω-γύρω τα νερά. Για να μη βραχεί το φουστάνι της, το σήκωσε κάμποσο και το ’πιασε στη ζώνη της ποδιάς της.

Βλέποντας η ίδια τ’ άσπρα πόδια της γάργαρα-γάργαρα, τα θαυμάζει μόνη της και μονολογεί :

«Εσείς κατά την ασπράδα σας και ’γω κατά τα μυαλά μου, στο γάιδαρο καβάλα μας βλέπω»!!!

 

ΚΑΡΕΚΛΕΣ… ΤΗΛΕΓΡΑΦΙΚΩΣ !!!

Στο σημερινό ΠΑΡΚΟ του χωριού μας λειτουργούσε «Εξοχικό» με το όνομα «Καλλιθέα του Ζαγρή». Ποιο κάτω από το «Εξοχικό» ήταν το σπίτι του γέρο-Πλούτσου, που όλο γκρίνιαζε στη γυναίκα του ότι τα παιδιά τους, που ήταν στην Αμερική, τους είχανε ξεχασμένους.

Τα σπίτια τότε επικοινωνούσαν με … εναέριο τηλεγραφικό σύρμα, που πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και στηριζότανε σε πορσελάνινους μονωτήρες στα αγκωνάρια των σπιτιών.

Κάποιοι νέοι του χωριού λοιπόν, ύστερα από διασκέδαση στο «Εξοχικό», πιάνουνε και κρεμάνε αργά τη νύχτα 5-6 καρέκλες στο σύρμα του τηλέγραφου, που ξεκίναγε από το «Εξοχικό» και κατέληγε στο αγκωνάρι του σπιτιού του γέρο-Πλούτσου. Όπως ήτανε κατηφορίτσα, ξεκινάνε οι καρέκλες και νταααν !!! φτάνουν στο αγκωνάρι του και σταματάνε.

Σηκώνεται το πρωί η γριά-Πλούτσαινα, ανοίγει το παραθύρι της, βλέπει τις καρέκλες και δεν πίστευε στα μάτια της. Ξυπνάει αμέσως το γέρο-Πλούτσο και με καμάρι του λέει :

«Σήκω γέρο! Σήκω αχρόνιαγε! π’ ούλο παραπονιέσαι για τα παιδιά. Σήκω να δεις που μας στείλανε καρέκλες τηλεγραφικώς από την Αμερική»!!!

Πηγή : Κώστας Βούτας

Περιοδικό ΤΡΟΠΑΙΑ

Εγγραφείτε στον Επαγγελματικό Κατάλογο 

Κλεισθένους 7, Αθήνα Κωνσταντίνος Συριόπουλος 6974090359, Αθανάσιος Κατσικερός 6934613798
MAIL2 BLACK syllogostropaiaton@gmail.com     

ΕπισκεψιμότηταΕπισκεψιμότητα131579